-
1 περι-καλύπτω
περι-καλύπτω, durch etwas Herumgelegtes bedecken, verhüllen; Hom. in tmesi: ὅτε δὴ περὶ νὺξ ἐκάλυψεν, Il. 10, 201; πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει, Il. 17, 243; περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον, Eur. Ion 1522, Finsterniß um sie hüllen, wo wir gewöhnlich sagen »mit Finsterniß umhüllen«; ἔξωϑεν τὸ σῶμα αὐτῇ περιεκάλυψεν, Plat. Tim. 34 b, vgl. 36 e Polit. 275 e; ἐν ἱματίῳ, Xen. Cyr. 7, 3, 13; Sp., wie Plut.
См. также в других словарях:
περικαλύπτω — ΝΜΑ επικαλύπτω, σκεπάζω ολόγυρα, περιβάλλω κάτι από όλα τα μέρη (α. «καὶ ἤρξαντό τινες... περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῡ», ΚΔ. β. «πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μέσ. περικαλύπτομαι σκεπάζομαι ολόγυρα, από όλες τις μεριές… … Dictionary of Greek